προκήρυγμα

προκήρυγμα
-ύγματος, τὸ, ΜΑ [προκηρύσσω]
προηγούμενη ανακοίνωση, άγγελμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκήρυγμα — previous announcement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκηρύγματα — προκήρυγμα previous announcement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκηρύγματος — προκήρυγμα previous announcement neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθνοκατάρατος — η, ο ο καταραμένος απ όλο το έθνος («εθνοκατάρατη διχόνοια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο Προκήρυγμα Εθν. Στόλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”